αναθεμελιωτικός

αναθεμελιωτικός
η , όν относящийся к (или способствующий) закладыванию новых основ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναθεμελιωτικός" в других словарях:

  • αναθεμελιωτικός — ή, ό [αναθεμελιωτης] ο σχετικός με την αναθεμελίωση, αυτός που συντελεί σ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • αναθεμελιωτικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αναθεμελίωση: Η προσπάθεια του Α ήταν αναθεμελιωτική για την ελληνική Eκκλησία, αλλά δυστυχώς υπονομεύτηκε από τους εχθρούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»